- ωοθηκίτιδα
- Φλεγμονή της ωοθήκης. Διακρίνεται σε οξεία και χρόνια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζεται ύστερα από φλεγμονή των άλλων γεννητικών οργάνων ή ως συνέχεια γενικής λοίμωξης. Τα μικρόβια, που συνήθως σχετίζονται με την ω. είναι ο στρεπτόκοκκος, το κολοβακτηρίδιο και, σπανιότερα, ο γονόκοκκος.
* * *η, Νιατρ. φλεγμονή τής ωοθήκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + επίθημα -ίτιδα -ῖτις (πρβλ. σαλπιγγ-ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. ὠοθηκῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.